-
1 ερωμένη
ἐράομαιlove: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἐράω 1love: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἐράω 1love: pres part pass fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἐράω 2pour forth: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἐρώμενοςfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐράομαιlove: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)ἐράω 1love: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)ἐράω 1love: pres part pass fem dat sg (attic epic ionic)ἐράω 2pour forth: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)ἐρώμενοςfem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐρωμένη
Βλ. λ. ερωμένη -
3 ἐρωμένῃ
Βλ. λ. ερωμένη -
4 ερωμένη
[эромэни] ουσ. Θ. любовница, возлюбленная,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερωμένη
-
5 ερωμένη
[эромэни] ουσ θ любовница, возлюбленная. -
6 ερωμένη
љубовницаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ερωμένη
-
7 ερωμένη
amant -
8 ερωμένος
ο, ερωμένη η возлюбленный, -ая, любовник, -ца;την έχει ερωμένη — она его любовница
-
9 αφιερωμένη
ἀ̱φιερωμένη, ἀφιερόωhallow: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀφῑερωμένη, ἀφιερόωhallow: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀ̱φιερωμένῃ, ἀφιερόωhallow: perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀφῑερωμένῃ, ἀφιερόωhallow: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
10 ιερωμένη
ἱεράομαιto be a priest: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἱεράζωserve as priest: fut part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἱ̱ερωμένη, ἱερόωconsecrate: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἱεράομαιto be a priest: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)ἱεράζωserve as priest: fut part mid fem dat sg (attic epic ionic)ἱ̱ερωμένῃ, ἱερόωconsecrate: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
11 καθιερωμένη
καθῑερωμένη, καθιερόωdedicate: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————καθῑερωμένῃ, καθιερόωdedicate: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
12 περι-μάχητος
περι-μάχητος, umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswerth, Xen. Conv. 3, 9; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ περιμάχητος ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21.
-
13 ἐράω
ἐράω, praes. u. impf. = ἔραμαι, wo der aor. u. das fut. angegeben sind, lieben, liebhaben, begehren, meist von leidenschaftlicher, sinnlicher Geschlechtsliebe, ἄνδρες ἐρῶντες Pind. Ol. 1, 80, der sonst, wie Hom., nur ἔραμαι hat, was zu vgl.; τῶν δὲ καλῶν οὔτι σὺ μοῠνος ἐρᾷς Theogn. 696; ἔρα τῆς γυναικός Her. 9, 108; ἐάν τίς του τύχῃ ἐρῶν ἢ ἄῤῥενος ἢ ϑηλείας Plat. Rep. V, 468 c; καὶ ἐπιϑυμεῖν Conv. 200 a; ὁ ἐρώμενος, der Geliebte, Phaedr. 239 a u. öfter, Xen. u. Folgde, wie ἡ ἐρωμένη, die Geliebte. – Es ist stärker als φιλέω, wie Xen. sagt ὥςτε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνϑρώπων, Hier. 11, 11; vgl. Plut. Brut. 29 Βροῠτον δι' ἀρετὴν φιλεῖσϑαι μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν, ἐρᾶσϑαι δὲ ὑπὸ τῶν φίλων; Apollon. de constr. p. 292, 1 sagt συνετοῦ μέν ἐστι καὶ ἀγαϑοῦ τὸ φιλεῖν, καϑάπερ καὶ πατέρες παῖδας φιλοῦσιν, οὐ μὴν συνετοῦ τὸ ἐρᾶν (vgl. amare), vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 10; – Plat. vrbdí οὐδὲ ἤρα οὐδὲ ἐφίλει Lys. 222 a; ἐρᾶν ἔρωτα Eur. Hipp. 31, vgl. 337; οὗτός ἐστιν ὁ Ἄρως, ὃν οἱ φαῠλοι τῶν ἀνϑρώπων ἐρῶσιν Plat. Conv. 181 b; Luc. Scyth. u. a. Sp.; τοσοῠτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῠ καὶ βαρέος κτήματος Luc. Char. 11; – lieben in weiterer Bedeutung, Luft u. Gefallen an Etwas haben, begehren, ϑάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Aesch. frg. 147; μάχης Spt. 374; ἀμηχάνων, nach Unmöglichem trachtest du, Soph. Ant. 90; c. int., ὅς ϑανεῖν ἐρᾷ 220; τῆς σῆς οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν El. 356; ταλαιπώρων πραγμάτων Ar. Av. 135; κενούμενος ἐρᾷ πληροῠσϑαι Plat. Phil. 34 a; μαϑήματος Rep. VI, 485 b; φρονήσεως Phaed. 68 a; ἐρῶντες ἀνασώσασϑαι τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7, 5, 16. – Das med. ἐράομαι, = ἔραμαι, findet sich Sapph. frg. 59; ἐρᾶται Theocr. 2, 149; so auch ἐράασϑε für ἐρᾶσϑε Il. 16, 208 zu erkl.
-
14 ἑρωμένιον
-
15 возлюбленная
возлюбленнаяж ἡ ἀγαπημένη, ἡ ἀγαπητικιό, ἡ ἐρωμένη. -
16 зазноба
зазнобаж разг ἡ ἐρωμένη,ή φιλενάδα. -
17 любовница
любовн||ицаж ἡ ἐρωμένη, ἡ ἀγαπητικιά. -
18 любовница
[λγιουμπόβνιτσα] ουσ. θ. ερωμένη -
19 любовница
[λγιουμπόβνιτσα] ουσ θ ερωμένη -
20 дульцинея
-и θ. (αστ. κ. ειρν.) ερωμένη, αγαπητικιά.
См. также в других словарях:
ἐρωμένη — ἐράομαι love pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part pass fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐράω 2 pour forth pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμένῃ — ἐράομαι love pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres part pass fem dat sg (attic epic ionic) ἐράω 2 pour forth pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἐρώμενος fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
ερωμένιον — ἐρωμένιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ερωμένη) μικρή ερωμένη, τρυφερή αγάπη … Dictionary of Greek
καύκα — (I) η (Μ καύκα και καύκη) 1. το καυκί 2. κεφάλι, κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους]. (II) και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα) η ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί … Dictionary of Greek
Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
ORITHYIA — I. ORITHYIA Marthesiae filia, Amazonum post matrem Regina, tum ob belli industriam, tum ob perpetuam virginitatem, conspicuam se, ac mirabilem praestitit. Haec ubi comperit, bellum, vim quoque sororibus suis illatam ab Hercule et Theseo, hortatur … Hofmann J. Lexicon universale
PELLEX — antiquis proprie ea dicta est, quae uxorem habenti nupsit, Fest. ut Concubina, quae caelibi viro, sine nuptiis cohabitat, Freinshemius Not. ad Curtium l. 3. c. 3. Huic poenam constituit Numa, Lege hâc: Pellex. aram. Iunonis. ne tangito. si.… … Hofmann J. Lexicon universale
Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν … Dictionary of Greek